ελευθερωτής

ελευθερωτής
ο , ελευθερώτρια η освободитель, -ница

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ελευθερωτής" в других словарях:

  • ἐλευθερωτής — liberator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελευθερωτής — ο (θηλ. ελευθερώτρια και ελευθερώτρα) (AM ἐλευθερωτής) αυτός που ελευθερώνει, απελευθερώνει ή απολυτρώνει κάποιον νεοελλ. 1. μηχάνημα με το οποίο δίνεται ελευθερία στην κίνηση και λειτουργία μιας μηχανής 2. θηλ. Ελευθερώτρια, η προσωνυμία τής… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερωτής — ο θηλ. ώτρια και ώτρα που ελευθερώνει, ο λυτρωτής, ο απελευθερωτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλευθερωταῖς — ἐλευθερωτής liberator masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθερωταί — ἐλευθερωτής liberator masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθερωτοῦ — ἐλευθερωτής liberator masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθερωτῇ — ἐλευθερωτής liberator masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθερωτήν — ἐλευθερωτής liberator masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθερωτῶν — ἐλευθερωτής liberator masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθερωτάς — ἐλευθερωτά̱ς , ἐλευθερωτής liberator masc acc pl ἐλευθερωτά̱ς , ἐλευθερωτής liberator masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Михаил VIII Палеолог — У этого термина существуют и другие значения, см. Михаил Палеолог. Михаил VIII Палеолог Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος …   Википедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»